Μπορώ να μείνω έγκυος μετά τα 40;
Στη σύγχρονη κοινωνία, η σχετιζόμενη με την ηλικία υπογονιμότητα είναι αρκετά συχνή καθώς, για διάφορους λόγους, πολλές γυναίκες περιμένουν μέχρι τα 35-40 έτη για να ξεκινήσουν το οικογενειακό πλάνο.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η γονιμότητα μειώνεται λόγω της φυσιολογικής μείωσης του αριθμού των ωαρίων που παραμένουν στις ωοθήκες όσο και της ποιότητας αυτών με την πάροδο του χρόνου.
Η γυναικεία γονιμότητα με αριθμούς
Τα καλύτερα αναπαραγωγικά χρόνια μιας γυναίκας είναι στα 20 της. Η γονιμότητα μειώνεται σταδιακά στη δεκαετία των 30, ιδιαίτερα μετά τα 35.
Κάθε μήνα που προσπαθεί, μια υγιή, γόνιμη γυναίκα 30 ετών έχει 20% πιθανότητα να μείνει έγκυος. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε 100 γόνιμες γυναίκες 30 ετών που προσπαθούν να μείνουν έγκυες σε 1 κύκλο, οι 20 θα έχουν επιτυχία και οι άλλες 80 θα πρέπει να προσπαθήσουν ξανά. Στην ηλικία των 40, η πιθανότητα μιας γυναίκας είναι μικρότερη από 5% ανά κύκλο, επομένως λιγότερες από 5 στις 100 γυναίκες αναμένεται να είναι επιτυχημένες κάθε μήνα.
Επίσης πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι γυναίκες δεν παραμένουν γόνιμες μέχρι την εμμηνόπαυση. Η μέση ηλικία για την εμμηνόπαυση είναι τα 51, αλλά οι περισσότερες γυναίκες δεν μπορούν να έχουν μια επιτυχημένη εγκυμοσύνη μετά τα 40-41 τους. Αυτά τα ποσοστά ισχύουν τόσο για τη φυσική σύλληψη, όσο και για τη σύλληψη με τη χρήση θεραπειών γονιμότητας, συμπεριλαμβανομένης της εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF).
Αν και οι ιστορίες από μέσα ενημέρωσης και social media μπορεί να κάνουν τα ζευγάρια να πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν θεραπείες γονιμότητας όπως η IVF για πάντα, η ηλικία μιας γυναίκας επηρεάζει τα ποσοστά επιτυχίας των θεραπειών αυτών. Γνωρίζουμε παραδείγματος χάρη, ότι τα ποσοστά επιτυχίας της IVF μετά τα 42 είναι 4-5%
Πώς η ηλικία επηρεάζει την ποσότητα και την ποιότητα των ωαρίων;
Οι γυναίκες έχουν λιγότερες πιθανότητες να πετύχουν εγκυμοσύνη και πιο πιθανό να έχουν αποβολές, επειδή η ποιότητα των ωαρίων μειώνεται (όπως επίσης και ο αριθμός τους). Αυτές οι αλλαγές σημειώνονται περισσότερο καθώς η γυναίκα φτάνει στα μέσα-τέλη της δεκαετίας των 30. Μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι η ηλικία είναι ο πιο σημαντικός προγνωστικός παράγοντας για την ποιότητα των ωαρίων.
Μια σημαντική αλλαγή στην ποιότητα των ωαρίων είναι η συχνότητα των γενετικών ανωμαλιών που ονομάζεται ανευπλοειδία (πάρα πολλά ή πολύ λίγα χρωμοσώματα στο ωάριο). Κατά τη γονιμοποίηση, ένα φυσιολογικό ωάριο θα πρέπει να έχει 23 χρωμοσώματα, έτσι ώστε όταν γονιμοποιηθεί από ένα σπέρμα που έχει επίσης 23 χρωμοσώματα, το έμβρυο που προκύψει να έχει το φυσιολογικό σύνολο των 46 χρωμοσωμάτων. Καθώς η γυναίκα μεγαλώνει, όλο και περισσότερα από τα ωάρια της έχουν είτε πολύ λίγα είτε πάρα πολλά χρωμοσώματα. Αυτό σημαίνει ότι εάν συμβεί γονιμοποίηση, το έμβρυο θα έχει επίσης πάρα πολλά ή πολύ λίγα χρωμοσώματα. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι με το σύνδρομο Down, μια κατάσταση που προκύπτει όταν το έμβρυο έχει ένα επιπλέον χρωμόσωμα 21. Τα περισσότερα έμβρυα με πάρα πολλά ή πολύ λίγα χρωμοσώματα δεν καταλήγουν καθόλου σε εγκυμοσύνη ή οδηγούν σε αποβολή. Αυτό εξηγεί τη μικρότερη πιθανότητα εγκυμοσύνης και την υψηλότερη πιθανότητα αποβολής σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας.
Όσον αφορά την ποσότητα των ωαρίων, το αποθεματικό των ωοθηκών σταδιακά εξαντλείται με την πάροδο του χρόνου. Σε αντίθεση με την έλλειψη κάποιας εξέτασης για τον καθορισμό της ποιότητας των ωαρίων, έχουμε ιατρικές εξετάσεις για την αξιολόγηση του αποθέματος των ωοθηκών. Αυτές οι εξετάσεις δεν καθορίζουν εάν μια γυναίκα μπορεί να μείνει έγκυος ή όχι, αλλά μπορούν να καθορίσουν αν έχουν αρχίσει οι αλλαγές των ωοθηκών που σχετίζονται με την ηλικία. Οι γυναίκες με φτωχό απόθεμα ωοθηκών έχουν μικρότερες πιθανότητες να μείνουν έγκυες σε σχέση με τις γυναίκες με φυσιολογικό απόθεμα ωοθηκών. Ενδεικτικά κάποια από τα τεστ που χρησιμοποιούμε είναι η μέτρηση των επιπέδων της αντιμυλλέριου ορμόνης (ΑΜΗ), FSH κ.λπ.
Αξιολόγηση γονιμότητας σε προχωρημένη ηλικία
Η υπογονιμότητα συνήθως διαγιγνώσκεται εάν μια γυναίκα δεν έχει μείνει έγκυος μετά από 1 χρόνο σεξουαλικής επαφής χωρίς προστασία (δηλαδή, δεν χρησιμοποιούνται αντισυλληπτικά μέτρα). Ωστόσο, εάν είναι 35 ετών ή μεγαλύτερη, η αξιολόγηση θα πρέπει να ξεκινήσει μετά από 6 μήνες ανεπιτυχούς προσπάθειας για σύλληψη, ενώ μετά τα 40 στους 3 μήνες. Επίσης εάν ένα ζευγάρι έχει προφανές ιατρικό πρόβλημα που επηρεάζει την ικανότητά του για σύλληψη (πχ σεξουαλική δυσλειτουργία, ιστορικό πυελικής νόσου ή προηγούμενη χειρουργική επέμβαση στις ωοθήκες), θα πρέπει να ξεκινήσει αμέσως την αξιολόγηση. Τέλος, οι γυναίκες που έχουν κάποιο προϋπάρχον πρόβλημα υγείας, όπως υψηλή αρτηριακή πίεση ή διαβήτη, θα πρέπει να φροντίσουν να είναι υπό περιοδικό έλεγχο.
Θεραπείες γονιμότητας σε προχωρημένη ηλικία
Η IVF μπορεί να είναι επιλογή σε ασθενείς μετά τα 40, όμως τα αποτελέσματα επιτυχίας παραμένουν χαμηλά και είναι ακόμη πιο χαμηλά (<5%) μετά τα 42 έτη.
Από την άλλη, η δωρεά ωαρίων, η οποία περιλαμβάνει τη χρήση ωαρίων που δωρίζονται από άλλη γυναίκα που είναι κάτω των 30 ετών, είναι εξαιρετικά επιτυχημένη. Το υψηλό ποσοστό επιτυχίας με τη δωρεά ωαρίων επιβεβαιώνει ότι η ποιότητα των ωαρίων που σχετίζεται με την ηλικία είναι το κύριο εμπόδιο στην εγκυμοσύνη στις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Σε έναν κύκλο δωρεάς ωαρίων, η γυναίκα που λαμβάνει τα δωρεάν ωάρια αναφέρεται ως «λήπτρια». Η δότρια ωαρίων λαμβάνει φάρμακα γονιμότητας για τη διέγερση και παραγωγή πολλαπλών ωαρίων στις ωοθήκες της. Ταυτόχρονα, η λήπτρια υποβάλλεται σε ορμονοθεραπεία για να προετοιμάσει τη μήτρα της, ώστε να υποδεχτεί τα γονιμοποιημένα ωάρια (έμβρυα).
Συμπέρασμα
Η γονιμότητα μειώνεται καθώς οι γυναίκες μεγαλώνουν. Ωστόσο, η χρονική πτώση και ο ρυθμός με τον οποίο εξελίσσεται, ποικίλλει από γυναίκα σε γυναίκα, αλλά πάντα ξεκινά πολύ πριν την εμμηνόπαυση. Γενικά, η γονιμότητα αρχίζει να μειώνεται στις αρχές των 30 και μειώνεται πιο γρήγορα μετά την ηλικία των 35 ετών. Οι γυναίκες που έχουν καθυστερήσει την εγκυμοσύνη μετά την ηλικία των 35 ετών, θα πρέπει να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις κατάλληλες εξετάσεις και διαθέσιμες θεραπείες γονιμότητας ώστε να μην χαθεί πολύτιμος χρόνος. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από ειδικούς γονιμότητας που θα θέτουν ρεαλιστικούς στόχους και πιθανότητες επιτυχίας. Τέλος, η πρόληψη είναι πάντα είναι προτιμότερη από τη θεραπεία και για τον λόγο αυτό το θέμα του παγώματος των ωαρίων σε μικρότερη ηλικία (<35 έτη) είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Βιβλιογραφία
Fernandez AM et al. IVF in women aged 43 years and older: a 20-year experience. Reprod Biomed Online. 2021 Apr;42(4):768-773.
Drakopoulos P et al. Update on the management of poor ovarian response in IVF: the shift from Bologna criteria to the Poseidon concept. Ther Adv Reprod Health . 2020 Jul 31;14:2633494120941480
Cabry R et al. Management of infertility in women over 40. Maturitas. 2014 May;78(1):17-21.
Chua SJ et al. Age-related natural fertility outcomes in women over 35 years: a systematic review and individual participant data meta-analysis. Hum Reprod. 2020 Aug 1;35(8):1808-1820